- ἄρροια
- ἄρροια, ἡ,A amenorrhoea, Hp.Loc.Hom.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άρροια — ἄρροια, η (Α) περίοδος διακοπής των εμμήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρροια < ρόFος ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀρροίας — ἀρροίᾱς , ἄρροια amenorrhoea fem acc pl ἀρροίᾱς , ἄρροια amenorrhoea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρροίης — ἄρροια amenorrhoea fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek